ἐκκρινομένου

ἐκκρινομένου
ἐκκρῑνομένου , ἐκκρίνω
single out
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …   Dictionary of Greek

  • σωμάτωση — η / σωμάτωσις ώσεως, ΝΜΑ [σωματοῡμαι] 1. σωματοποίηση 2. ενσωμάτωση 3. (για τον Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. διάπλαση, διαμόρφωση τού σώματος 2. στερεοποίηση, πήξη («ἡ δὲ σωμάτωσις ἐκκρινομένου τοῡ ὕδατος», Θεόφρ.) 3. η ύλη, η ουσία από την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”